αποριομες

αποριομες
    ἀπορίομες
    лак. Xen. 1 л. pl. praes. ind. к ἀπορέω См. απορεω I

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αποριομες" в других словарях:

  • ἀπορίομες — ἀφοράω look away from pres ind act 1st pl (ionic) ἀπορέω pres ind act 1st pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιπποκράτης — I (Κως 460; – Λάρισα 377 π.Χ.). Γιατρός. Θεωρείται ο επιφανέστερος γιατρός της αρχαιότητας, θεμελιωτής της επιστημονικής ιατρικής. Για τη ζωή του πολλά στοιχεία παραμένουν άγνωστα. Ήταν γιος γιατρού, ενώ γιατροί, επίσης φημισμένοι, ήταν οι δύο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»